σαγάρεις

σαγάρεις
σάγαρις
fem nom/voc pl (attic epic ionic)
σάγαρις
fem nom/acc pl (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σάκες — Οι Σκύθες του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας, πολεμικός νομαδικός λαός που κατοικούσε σε δάση και σπήλαια. Νικήθηκαν από τον Κύρο το Μεγάλο και υποτάχτηκαν από το Δαρείο A’. Πολέμησαν στο Μαραθώνα το 490 π.Χ., όπου κατέχοντας το μέσο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”